ακούμπημα
Смотреть что такое "ακούμπημα" в других словарях:
ακούμπημα — ακούμπημα, το και ακούμπισμα, το, ατος 1. το πρόσωπο ή το πράγμα στο οποίο στηρίζεται κάποιος, το αποκούμπι: Έχει ακούμπισμα τα κτήματά του. 2. οι καταθέσεις που έχει κάποιος στην τράπεζα: Έχει στις τράπεζες γερά ακουμπήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακούμπημα — και ακούμπισμα, το [ακουμπώ] 1. η στήριξη σε σταθερό σημείο 2. η ενέργεια τής στήριξης 3. το μερος όπου στηρίζεται κάτι 4. το αποκούμπι*, η υποστήριξη 5. το ενέχυρο και η ενεχυρίαση … Dictionary of Greek
ακουμβώ — ακούμβημα κ.λπ. βλ. ακουμπώ, ακούμπημα κ.λπ … Dictionary of Greek
ακουμπώ — ( άω) και ακουμπίζω 1. κλίνω το σώμα μου και στηρίζομαι κάπου ή απλώς στηρίζομαι 2. ξαπλώνω 3. κάθομαι για να ξεκουραστώ ή να ανακουφιστώ 4. επαφίεμαι, βασίζομαι, στηρίζομαι σε κάποιον 5. τοποθετώ, αποθέτω κάτι κάπου 6. αγγίζω, ψαύω 7. (για… … Dictionary of Greek
ακούμπισμα — το [ακουμπίζω] το ακούμπημα … Dictionary of Greek
πάτωμα — το [πατώνω] 1. η πράξη τού πατώνω, η κατασκευή πατώματος 2. το φθάσιμο, το ακούμπημα τών πελμάτων τών ποδιών στον βυθό, στον πυθμένα φυσικής ή τεχνητής κοιλότητας με νερό 3. το δάπεδο και μάλιστα το κατασκευασμένο με σανίδες 4. κάθε όροφος… … Dictionary of Greek
πρόσκλιση — η / πρόσκλισις, ίσεως, ΝΑ [προσκλίνω] 1. κλίση, ροπή, τάση προς μια κατεύθυνση 2. στήριξη επάνω σε κάτι, ακούμπημα 3. ψυχική κλίση, συμπάθεια προς κάποιον ή κάτι νεοελλ. (κυρίως για χαιρετισμό) κλίση τού κορμού ή τής κεφαλής προς τα εμπρός,… … Dictionary of Greek